- αποδασμός
- ἀποδασμός, ο (Α) [αποδατούμαι]1. τεμαχισμός ενός όλου, διαίρεση, μερισμός2. μέρος ενός συνόλου.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἀποδασμός — division masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀποδασμῷ — ἀποδασμός division masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀποδασμόν — ἀποδασμός division masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)